ομοζυγία

ομοζυγία
η (ΑΜ ὁμοζυγία) [ομόζυγος]
η ζεύξη δύο ή περισσότερων ζευγών ζώων κάτω από τον ίδιο ζυγό, σύζευξη
νεοελλ.
(με περιλπτ. σημ.) ένα ή περισσότερα ζεύγη ζώων που έχουν ζευχθεί σε κάποιο όχημα
μσν.
ένωση με γάμο
αρχ.
1. (ρητ.) ένωση μερών
2. συμφωνία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὁμοζυγίας — ὁμοζυγίᾱς , ὁμοζυγία a being yoked together fem acc pl ὁμοζυγίᾱς , ὁμοζυγία a being yoked together fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοζυγίαν — ὁμοζυγίᾱν , ὁμοζυγία a being yoked together fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοζυγίαις — ὁμοζυγία a being yoked together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοζυγίην — ὁμοζυγία a being yoked together fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοζυγίης — ὁμοζυγία a being yoked together fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυταγωγούμενος — η, ο, Ν 1. (για άλογο) (παλαιότερα, στην ομοζυγία τού πεδινού πυροβολικού) αυτός που δεν ιππευόταν αλλά τόν οδηγούσε ο ελάτης τού αριστερού αλόγου με ρυταγωγέα και μαστίγιο 2. (κατ επέκτ.) κάθε άλογο που οδηγείται από ιππέα διαφορετικού αλόγου.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”