- ομοζυγία
- η (ΑΜ ὁμοζυγία) [ομόζυγος]η ζεύξη δύο ή περισσότερων ζευγών ζώων κάτω από τον ίδιο ζυγό, σύζευξηνεοελλ.(με περιλπτ. σημ.) ένα ή περισσότερα ζεύγη ζώων που έχουν ζευχθεί σε κάποιο όχημαμσν.ένωση με γάμοαρχ.1. (ρητ.) ένωση μερών2. συμφωνία.
Dictionary of Greek. 2013.